το (ΑM μελανοδοχεῖον)μικρό δοχείο που περιέχει μελάνη γραφής, κν. καλαμάρι, και ολόκληρο το σκεύος στο οποίο περιλαμβάνεται και το μελανοδοχείο, κν. καλαμαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνι + δοχείο (πρβλ. σταχτοδοχείο)].