μεσόκοπος
English (LSJ)
μεσόκοπον, (κόπτω) of middle size or of middle age, Cratin.426, Xenarch.4.9.
German (Pape)
[Seite 138] von mittlerem Schlage, mittlerer Größe, Stärke; neben πεπαίτερος, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 b; vgl. Cratin. in B. A. 108.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκοπος: -ον, (κόπτω) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μέσην ἡλικίαν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 2· παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεσόκοπος, -ον)
αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικος
αρχ.
ο μέτριος ως προς το μήκος, ούτε μακρύς ούτε κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + κόπος (πρβλ. νεόκοπος)].