μεταγνώθω

Greek Monolingual

και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω)
λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ
μσν.
αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ-έγνωσα του μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω, ἄλεσα: ἀλέθω, ἔγνεσα: γνέθω. Το ρ. μεταγνώνω είναι επίσης υποχωρητ. σχηματισμός από μετ-έ-γνωσα κατά το σχήμα ἔλειωσα: λειώνω].