μεταπαιδεύω

English (LSJ)

educate differently, LXX 4 Ma.2.7 (Pass.), Luc.Anach.17:—Pass., of a substance, acquire a fresh tendency, Pall.in Hp.2.104 D.

German (Pape)

[Seite 151] umerziehen, anders erziehen und unterrichten als vorher, Luc. Gymn. 17 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

élever d'une autre manière.
Étymologie: μετά, παιδεύω.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαιδεύω: перевоспитывать, воспитывать по-иному Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαιδεύω: ἐκπαιδεύω διαφόρως, Λουκ. Ἀνάχ. 17, κτλ.

Greek Monolingual

μεταπαιδεύω (ΑΜ)
1. εκπαιδεύω ή διδάσκω διαφορετικά ή με άλλο τρόπο
2. (το παθ.) μεταπαιδεύομαι
(για ουσία) αποκτώ νέα τάση.

Greek Monotonic

μεταπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to educate differently, Luc.