μετωποσώφρων

English (LSJ)

μετωποσώφρον, gen. ονος, with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).

German (Pape)

[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.

Russian (Dvoretsky)

μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v.l. σεσωφρονισμένος).

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.

Greek Monolingual

μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλοσώφρων)].