μιγάζομαι
English (LSJ)
Ep. for μείγνυμαι, μιγαζομένους φιλότητι Od.8.271, cf. Orph.A.343.
German (Pape)
[Seite 182] poet. = μίγνυμαι; ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι, Od. 8, 271; Orph. Arg. 341.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. μίγνυμαι.
Étymologie: v. μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μῐγάζομαι: досл. смешиваться, перен. сплетаться, обниматься (φιλότητι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μῐγάζομαι: Ἐπικ. ἀντὶ μίγνυμαι, μιγαζομένους φιλότητι Ὀδ. Θ. 271.
English (Autenrieth)
= μίγνυμαι, part., Od. 8.271†.
Greek Monolingual
μιγάζομαι (Α)
(επικ. τ.) μίγνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς -άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)].
Greek Monotonic
μῐγάζομαι: Επικ. αντί μίγνυμαι, συναναστρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μῐγάζομαι, [epic for μίγνυμαι]
to have intercourse, Od.