μισθάρνης
English (LSJ)
μισθάρνου, ὁ, hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.
Greek Monolingual
μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.