μισόξενος
English (LSJ)
μισόξενον, hostile to strangers, βίος, νόμιμα, of the Jews, D.S.40.3, 34.1, cf. J.AJ1.11.1.
German (Pape)
[Seite 192] Fremde hassend, unfreundlich gegen Gastfreunde, Sp., Poll. 6, 172.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόξενος: ненавидящий иноземцев, негостеприимный Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόξενος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ξένους, Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61., 543, 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μισόξενος, -ον)
εχθρικός προς τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig