μοιραίος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μοιραῖος, -αία, -ον)
αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του και στους άλλους, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραίο
α) αναπόφευκτο κακό, η ειμαρμένη
β) ο θάνατος («επήλθε το μοιραίο»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη γεωγραφική μοίρα
2. αυτός που ορίζει τη μοίρα, το πεπρωμένο τών θνητών («ἀλλ' ὦ μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες», Αλκίφρ.).
επίρρ...
μοιραίως και μοιραία (Α μοιραίως)
1. κατά τις επιταγές της μοίρας, όπως ορίζει το πεπρωμένο
αναπότρεπτα, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα-ιος< μοίρα + επίθημα -ιος].