ειμαρμένη

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

η (Α εἱμαρμένη)
η μοίρα, το πεπρωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μτχ. του παρακειμένου είμαρμαι του ρ. μείρομαι].