ειμαρμένη

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

η (Α εἱμαρμένη)
η μοίρα, το πεπρωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μτχ. του παρακειμένου είμαρμαι του ρ. μείρομαι].