μονοπώλιο
Greek Monolingual
το (ΑΜ μονοπώλιον) μονοπώλης
1. το δικαίωμα ή ο θεσμός της πώλησης ενός προϊόντος ή εμπορεύματος αποκλειστικά και μόνο από ένα άτομο ή από μία επιχείρηση ή έναν οργανισμό («μονοπώλιο άλατος»)
2. συνεκδ. η υπηρεσία ή η επιχείρηση που διαχειρίζεται τα μονοπωλιακά είδη
3. συνεκδ. το κατάστημα όπου πωλούνται τα είδη αυτά
νεοελλ.
1. μτφ. το αποκλειστικό δικαίωμα μιας ενέργειας ή πράξης ή η αποκλειστική χρήση ή κατοχή μιας ιδιότητας (α. «θέλει να έχει το μονοπώλιο της εξουσίας» β. «νομίζει πως έχει το μονοπώλιο της εξυπνάδας»).