η (Α μονῳδία) μονωδόςάσμα που εκτελείται από ένα άτομο, σε αντιδιαστολή προς το άσμα του χορούνεοελλ.1. άσμα χορού, αλλά σε ταυτοφωνία2. άσμα για μία φωνή, κν. σόλο, με ή χωρίς συνοδεία οργάνουαρχ.μονωδικός θρήνος.