μονόμαλλος

English (LSJ)

μονόμαλλον, of pure wool (sc. χιτών), POxy.109.2 (iii/iv A. D.), cf. Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμαλλος: -ον, ἐκ μαλλοῦ μόνον, ὁλόμαλλος, μονόμαλλος χιτὼν Πάπυρ. Ὀξυρύγχ. ὑπὸ Grenfell καὶ Hunt 109, 2.

Greek Monolingual

μονόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μαλλός (πρβλ. βαθυμαλλος, δασύμαλλος)].