μορφολογία
Greek Monolingual
η
1. βιολ. όρος που αναφέρεται τόσο στη διαμόρφωση όσο και στη μελέτη του μεγέθους, της μορφής και της δομής τών όντων
2. γεωλ. άλλη ονομασία της γεωμορφολογίας
3. γλωσσ. η μελέτη της εσωτερικής δομής τών λέξεων, το μέρος της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές τών λέξεων, αλλ. τυπικό ή τυπολογικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphologie (< μορφή + συνδετικό φωνήεν -ο- και -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά].