μπέρδεμα
Greek Monolingual
και μπέρδευμα, το (Μ μπέρδεμα) μπερδεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπερδεύω, περιπλοκή, μπλέξιμο
νεοελλ.
1. ανάμιξη διαφορετικών και ομοειδών αντικειμένων, ανακάτωμα, σύγχυση («αν δεν υπήρχε αυτό το μπέρδεμα με τις ταυτότητες, θα είχα βγάλει την άδεια του γάμου νωρίτερα»)
2. εσφαλμένη αντίληψη
3. εμπλοκή σε δυσάρεστη ή ύποπτη υπόθεση («έχει μπερδέματα με την αστυνομία»)
4. ερωτικό μπλέξιμο.