μπαρμπούνι

Greek Monolingual

το
ζωολ. γενική κοινή ονομασία εύγευστων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. barbon < barba «γένι» επειδή αυτό το ψάρι έχει στο άνω χείλος τέσσερα νημάτια που μοιάζουν με μουστάκια].