μπλέκω
Greek Monolingual
1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές»)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά»)
3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τον έμπλεξε μια ζωντοχήρα»)
4. (αμτβ.) α) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι («έμπλεξε το καλώδιο»)
β) αγκιστρώνομαι, πιάνομαι κάπου («έμπλεξα στο συρματόπλεγμα και σχίστηκα»)
γ) παρασύρομαι σε επιζήμια ή κακή υπόθεση (α. «έμπλεξα πάλι με την παλιοπαρέα και ξενύχτησα» β. «έμπλεξε στον φόνο και δεν το κατάλαβε»)
δ) καταπιάνομαι
ε) συνάπτω ερωτική σχέση, δεσμεύομαι ερωτικά («έχει μπλέξει με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλέκω.