μόμφος

English (LSJ)

ὁ, = μομφή (blame, censure, cause, ground of complaint, blame as to, reproof, cause of complaint), E. Fr. 633, IG 5(2).262.34 (Mantinea, v BC) ; — so μόμφις, dub. in Telecl. 63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.) ; cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.

Russian (Dvoretsky)

μόμφος: ὁ Eur. = μομφή.

Greek (Liddell-Scott)

μόμφος: ὁ, = μομφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει: «μόμφις· δύσκλεια»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον γλώσσημα τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον.

Greek Monolingual

μόμφος, ὁ (Α)
μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μομφή με αλλαγή γένους].