μέμψη
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
η (ΑM μέμψις) μέμφομαι
1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.)
2. παράπονο
νεοελλ.
φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» — αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών του κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η νόμιμη μοίρα αναγκαίου κληρονόμου του
μσν.
1. ντροπή, όνειδος
2. ελάττωμα.