νέφαλο

Greek Monolingual

και νέφαλον και γνέφαλο, το (Μ νέφαλο και νέφαλον και νέφελο και νέφελον και ἀνέφαλον)
νέφος, σύννεφο, νεφέλη («και νέφαλο στον ουρανό θολό δεν απομένει», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. σύννεφο σκόνης
2. τεχνητό σύννεφο
3. (σε σκηνοθετικές διευκρινίσεις του κρητικού θεάτρου) ομοίωμα σύννεφου
4. (κατ' επέκτ.) βροχή
5. μτφ. λύπη, θλίψη, δυσθυμία («νέφαλα μαύρα σκοτεινά τα μάτια του εκουκλώσα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νέφαλο(ν) σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νεφέλη και σύννεφο(ν). Στον τ. νέφελο(ν) φαίνεται καθαρότερα η επίδραση του νεφέλη (πρβλ. ψεῖρα < φθείρ + ψύλλος). Για την ανάπτυξη -γ- προ του -ν- πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο].