νεάτη
English (LSJ)
[ᾰ] (sc. χορδή), ἡ, Dor. νεάτα Philol.6:—nete, the lowest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. μέση, ὑπάτη), but the highest in pitch, Cratin.134, Pl.R. 443d:—contr. νήτη Arist.Ph.224b34, Metaph.1018b28, 1057a23, Alex.Eph. ap.Theon.Sm.p.140 H., etc.: in plural, ἐπὶ τὰς νήτας… ἀναβαίνειν, in declamation, Anty ll. ap. Orib.6.10.23. (Orig. fem. of νέατος (A).)
French (Bailly abrégé)
par contract. νήτη;
ης (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde de la lyre, la corde au son le plus aigu.
Étymologie: fém. de νέατος.
Russian (Dvoretsky)
νεάτη: стяж. νήτη ἡ (sc. χορδή) крайняя, т. е. самая высокая струна лиры Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νεάτη: [ᾰ], (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ κατωτάτη τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν ἀρχαιοτάτην μουσικὴν κλίμακα (ὧν αἱ δύο ἕτεραι ἦσαν ἡ μέση καὶ ἡ ὑπάτη), ἀλλ’ ἡ ἀνωτάτη (ὡς πρὸς τὸν τόνον τῆς φωνῆς ἢ τοῦ ἢχου) κατὰ τοὺς νεωτέρους, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 14, Πλάτ. Πολ. 443D· συνῃρ. νήτη, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4., 9. 7, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. παρανήτη. (Κυρίως θηλ. τοῦ νέατος).
Greek Monolingual
νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α)
(ενν. χορδή)
1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα
2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο της φωνής ή του ήχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νέατος (I)].
Greek Monotonic
νεάτη: [ᾰ] (ενν. χορδή), ἡ, η κατώτατη από τις τρεις χορδές που απάρτιζαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα (οι άλλες δύο ήταν ἡ μέση και ἡ ὑπάτη), αλλά η ανώτατη (ως προς τον τόνο της φωνής ή του ήχου) κατά τους νεότερους, σε Πλάτ.
Middle Liddell
sc. χορδή the lowest of the three strings which formed the old musical scale (the other two being ἡ μέση and ἡ ὑπάτἠ, Plat. [from νέατος