νεκροπομπός
English (LSJ)
νεκροπομπόν, conducting the dead, of Charon, E.Alc.441 (lyr.); of Hermes, Luc.DDeor.24.1.
German (Pape)
[Seite 237] Todte geleitend, führend; Eur. Alc. 443; Luc. D. D. 24, 1.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui accompagne les morts.
Étymologie: νεκρός, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
νεκροπομπός: сопровождающий или перевозящий мертвых (γέρων, т. е. Χάρων Eur.; Ἑρμῆς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
νεκροπομπός: -όν, ὁ πέμπων, ἄγων τοὺς νεκρούς, ἐπὶ τοῦ Χάρωνος, Εὐρ. Ἄλκ. 442, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 1, κτλ.
Greek Monolingual
-ό (Α νεκροπομπός, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροπομπός
α) αυτός που συνοδεύει, που μεταφέρει τους νεκρούς για ταφή
β) επαγγελματίας εργολάβος κηδειών
αρχ.
(για τον Ερμή και τον Χάρωνα) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη, ψυχοπομπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιεροπομπός.
Greek Monotonic
νεκροπομπός: -όν, αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ευρ., Λουκ.
Middle Liddell
νεκρο-πομπός, όν
conducting the dead, of Charon, Eur., Luc.