νευρώνω

Greek Monolingual

(ΑΜ νευρῶ, -όω, Μ και νευρώνω) νεύρον
παθ. νευρώνομαι, νευροῦμαι, -όομαι
αποκτώ πολλά νεύρα
μσν.
προσαρμόζω νευρά σε τόξο
μσν.-αρχ.
ενισχύω, ενδυναμώνω
αρχ.
1. νευριάζω κάποιον
2. (στον παθ. παρακμ.) νενεύρωμαι
α) έχω το πέος τεντωμένο
β) μτφ. (για συμφορά) έχω φθάσει σε κρισιμότατο σημείο.