η (Μ νοστιμάδα)ευχάριστη γεύση, νοστιμιά («το αλάτι δίνει νοστιμάδα στα φαγητά»)νεοελλ.θελκτικότητα και χάρη, κομψότηταμσν.μτφ. ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρονιμάδα)].