ντεπόζιτο

Greek Monolingual

και τεπόζιτο, το (Μ ντεπόζιτο)
νεοελλ.
1. δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νερού ή άλλου υγρού
2. υλικά τοποθετημένα σε ειδικό χώρο για να χρησιμοποιηθούν όταν χρειαστεί, απόθεμα
3. χρηματικό ποσό που φυλάσσεται στα χέρια τρίτου, παρακαταθήκη
4. ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο, συνήθως μπρατσέρα, που χρησιμοποιείται για τον εφοδιασμό σπογγαλιευτικού συγκροτήματος
μσν.
τάφος, λάρνακα, θήκη για νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. deposito «αποθήκη» < λατ. depositum < λατ. depono «αποθέτω, καταθέτω»].