ντροπή
Greek Monolingual
η
1. συναίσθημα ενοχής ή ταπείνωσης λόγω μεμπτής πράξης, δικής μας ή άλλων («νιώθω ντροπή μετά από όσα του είπα»)
2. συστολή, διστακτικότητα που οφείλεται σε σεβασμό ή φόβο («νιώθω ντροπή όταν τον βλέπω»)
3. αίσχος, όνειδος (α. «πιες γλυκό κρασί δεν είναι ντροπή» β. «η δουλειά δεν είναι ντροπή»)
4. φρ. «λουλούδι της ντροπής»
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντροπή < ἐντρέπω με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος (βλ. και λ. ντρέπομαι)].