αίσχος

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

το (Α αἶσχος)
1. αισχύνη, ντροπή
2. ατιμία, κακοήθεια
3. στον πληθ. τα αίσχη
άσχημες, επαίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος»
2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας) ντροπή
3. ατίμωση, ανυποληψία
αρχ.
δυσμορφία, ασχήμια σωματική ή πνευματική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ποιητική κυρίως λ. της αρχαίας, που σώζεται με μια επιφωνηματική και επιθετική ιδίως λειτουργία κι όχι τόσο ως ουσιαστικό και στη Νέα Ελληνική. Καίτοι η ετυμολ. της λ. δεν είναι απολύτως εξακριβωμένη, μπορεί να αναχθεί στη ΙΕ ρίζα aigwh- «ντρέπομαι», από όπου προέρχεται και το γοτθ. aiwisui «ατιμία, ντροπή». Στην περίπτωση αυτή η λ. αἶσχος θα προήλθε από τ. aigw z-ghos από αρχ. aigwhs-qos. Αρχική πρέπει να ήταν η σημ. «ντροπή, καταισχύνη», «ηθικής φύσεως παράπτωμα για το οποίο πρέπει να ντρέπεται κανείς», σημ. που επικράτησε στη λ. και ενισχύθηκε στον Όμηρο από τη συνεκφορά με το συνώνυμο λώβη «ατιμία, άτιμη πράξη» (πρβλ. λ.χ. Ν 621-2 «Τρῶες ὑπερφίαλοι… ἄλλης μέν λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς», που δεν σας έλειψε η ατιμία κι η ντροπή), αντίθετα προς το αἰσχύνη και κυρίως το αἰδώς, που δήλωσαν κατ’εξοχήν τη συναίσθηση της ντροπής για ανέντιμες πράξεις, καθώς και την ηθική αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει κάθε παρέκκλιση και εκτροπή. Αργότερα, στον Πλάτωνα κ.ά., η λ. αἶσχος δήλωσε και την αισθητικής τάξεως σημασία «της αποκρουστικής ασχήμιας, της δυσμορφίας», κατ΄αντίθεση προς την έννοια του κάλλους, σημασιολογική εξέλιξη χαρακτηριστική για τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι την έλλειψη του ωραίου και την αντικατάστασή του από το άσχημο, το δύσμορφο, το αποκρουστικό, που γεννά στην ψυχή δυσάρεστα συναισθήματα, τα οποία δεν απέχουν από εκείνα της ντροπής, της ηθικής εκτροπής, της αηδίας. Από το θέμα αἰσχ- της λ. αἶσχος προήλθαν αφ΄ενός το αμάρτ. επίθ. αἰσχύς, που προϋποτίθεται στο ρ. αἰσχύνω και στον σχηματισμό τών λ. Αἰσχύλος (< Αἰσχυλός «ντροπαλός», με αναβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα, κατά τον φωνητικό νόμο του Wheeler, γιατί η λ. αποτελούσε μετρικό δάκτυλο), αφ΄ετέρου δε το επίθ. αἰσχ-ρό-ς, «αυτός που προκαλεί ντροπή (με απαύξηση του υγρού επιθήματος –ρο-, όπως το Αἰσχύλος < αἰσχυ-λό-ς, δηλαδή με το αντίστοιχο υγρό επίθημαλο-). Ακόμη από το θέμα του ουσιαστικού σχηματίστηκαν οι τύποι παραθετικών του επιθέτου αἰσχ-ίων, αἴσχ-ιστος, ενώ τα αἰσχρ-ότερος, αἰσχρ-ότατος είναι μεταγενέστερα. Η παραγωγή αἴσχ-ος, αἰσχ-ίων, αἰσχ-ρός μπορεί να συγκριθεί με την ομάδα τών κῡδ-ος, κυδ-ίων, κυδ-ρός, που δηλώνουν την αντίθεση προς το αἶσχος σημασία. Το ουσιαστικό αἶσχος ως β΄ συνθ. έδωσε λαβή στον σχηματισμό δύο μόνον συνθέτων (ἀν-αισχής και ἐπ-αισχής), ενώ ως α΄ συνθ. με βάση το θ. αἰσχε(σ) των πλαγίων πτώσεων (αἴσχεσ-ος> αἴσχε-ος> αἴσχους) σχημάτισε τέσσερα επίθετα (αἰσχεο-κερδής, αἰσχεό-μυθος, αἰσχεο-ρρήμων και αἰσχεό-φημος). Ο μεγάλος αριθμός τών συνθέτων της αρχαίας που δηλώνουν τη σημ. της λ. αἶσχος σχηματίστηκαν από το θ. του επιθ. αἰσχρός: αἰσχρο-επής, αἰσχρο-κερδής, αἰσχρο-λόγος, αἰσχροποιός κλπ.
ΠΑΡ. αἰσχρός, αρχ. αἰσχύς, (> Αἰσχύλος, αἰσχύνω).
ΣΥΝΘ. αἰσχεοκερδής, αἰσχεόμυθος, αἰσχεο-ρρήμων, αἰσχεόφημος].