ξεμπερδεύω
Greek Monolingual
1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή»)
2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς
3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση»)
4. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαφωτίζω («του τά ξεμπέρδεψα για να καταλάβει επιτέλους τί εννοούσα»)
5. εξαφανίζω, εξοντώνω κάποιον.