1. βγάζω το στρώμα ή το επικάλυμμα («σήμερα ξέστρωσα το σαλόνι»)2. σηκώνω, παίρνω από το τραπέζι ό,τι έχει παρατεθεί για το γεύμα («ξέστρωσε το τραπέζι»)3. μτφ. επιπλήττω έντονα κάποιον.