ξεστρώνω

Greek Monolingual

1. βγάζω το στρώμα ή το επικάλυμμασήμερα ξέστρωσα το σαλόνι»)
2. σηκώνω, παίρνω από το τραπέζι ό,τι έχει παρατεθεί για το γεύμα («ξέστρωσε το τραπέζι»)
3. μτφ. επιπλήττω έντονα κάποιον.