σαλόνι

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. αίθουσα υποδοχής, σάλα
2. συνεκδ. η επίπλωση της παραπάνω αίθουσας
3. ο εσωτερικός χώρος του αυτοκινήτου που προορίζεται για τον οδηγό και τους επιβάτες
4. (τυπογρ.) α) οι δύο μεσαίες, αριστερά και δεξιά, σελίδες βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδας
β) (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος αριστερής και δεξιάς σελίδας του ίδιου εντύπου, στις οποίες εκτυπώνεται κείμενο ή φωτογραφίες σαν να αποτελούσαν ενιαία σελίδα
5. φρ. «φιλολογικά σαλόνια» — χώροι πολιτικών ζυμώσεων στη Γαλλία και, κυρίως στο Παρίσι, σε διάφορες εποχές και περιπτώσεις, όπως λ.χ. στην εποχή της εξέγερσης της Σφενδόνης, αλλά ταυτόχρονα και χώροι συνάντησης τών σημαντικότερων εκπροσώπων τών γραμμάτων, που συνέβαλαν κατά κύριο λόγο στη διάδοση της λογοτεχνίας στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας μέχρι και τον 19ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. salon < ιταλ. salone < ιταλ. sala
βλ. σάλα (Ι)].