ξεφύσημα
Greek Monolingual
το ξεφυσώ
1. ορμητική έξοδος αέρα από το στόμα ή από το στόμιο ενός αντικειμένου («το ξεφύσημα της ατμομηχανής»)
2. δυσκολία στην αναπνοή μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχητό, λαχάνιασμα
3. βαθύς αναστεναγμός
4. (κατ' ευφημ.) πορδή.