ξεφυσώ

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

-άω
1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι της τρόμπας ξεφυσάει»)
2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω
3. αναστενάζω βαθιά
4. (κατ' ευφ.) κλάνω, πέρδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φυσῶ (αόρ. ἐξ-εφύσησα), βλ. λ. ξ(ε)-].