ξινίλα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα και η αίσθηση του ξινού, οξύτητα, ξινή γεύση, ξινάδα
2. γεύση του στόματος ή κατάσταση του στομάχου που παρέχει την αίσθηση του ξινού, ξινίλα
3. ρέψιμο που προσδίδει ξινή γεύση στο στόμα, οξυρεγμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξινός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. πικρός: πικρίλα)].