ξόβεργα

Greek Monolingual

ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το
1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξόβεργα < ἰξός «είδος φυτού» + βέργα, με σίγηση του αρκτ. άτονου ι-].