οικονόμος

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα)
1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα του σπιτιού
2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος του οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας
β) τιμητικός τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο για τις υπηρεσίες του προς την εκκλησία
νεοελλ.
1. (ως επίθ. και με τη μορφή κονόμος, -α, -ο) μετρημένος στις δαπάνες του, φειδωλός, όχι σπάταλος
2. επιστάτης και διαχειριστής τών οικονομικών πλούσιας οικογένειας, μονής, οικοτροφείου ή άλλου ευαγούς ιδρύματος

Translations

housekeeper

Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل‎ al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: huishoudster; Finnish: emäntä; French: ménagère; German: Hausfrau, Haushälterin, Haushälter; Greek: οικονόμος, νοικοκυρά; Ancient Greek: διοικήτρια, οἰκονόμος, οἰκουρός; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: casalinga; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: dona de casa; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: домработница, экономка; Spanish: ama de casa; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia