ολόρθος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εντελώς όρθιος, ευθυτενής, στητός («για ιδές κορμί ψηλό, λιγνό κι ολόρθο σαν τη λεύκα», Κρυστ.)
2. (για πράγματα) κάθετος προς το έδαφος
3. (για κτίσματα ή μέρη κτισμάτων) αυτός που δεν κατέπεσε, δεν γκρεμίστηκε
4. μτφ. αυτός που δεν έχει προσβληθεί ηθικά, ανέπαφος, άθικτος, αμόλυντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ορθός].