οπόσος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, -η, -ον)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος
3. τόσο πολύς, τόσο μεγάλος
4. ο οποίος, που («καὶ ἔστιν ἔπη μαντικὰ ὁπόσ' ἐπελεξάμεθα», Παυσ.)
5. (η δοτ. του ουδ. και το ουδ. πληθ. ως επίρρ.)
ὁπόσῳ και ὁπόσα
α) όσες ή πόσες φορές περισσότερο
β) κατά πόσους τρόπους («διαλογισώμεθα ὁπόσα ἡμῖν ὁ σοφιστὴς πέφανται», Πλάτ.)
6. φρ. «ἤρετο ὁπόσου» — ρώτησε με πόσο τίμημα, με ποια τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁπόσος έχει σχηματιστεί από το θ. yο-της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και την ερωτ. αντων. πόσος (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].