οσφράδιο

Greek Monolingual

το (Μ ὀσφράδιον) όσφρα
κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά.
νεοελλ.
ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο του μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το εισερχόμενο στον οργανισμό του ζώου υδάτινο ρεύμα και τον χημισμό του νερού.