οσφύς

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀσφύς, -ύος, Α και ὀσφῡς)
1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς
ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει», Αριστοτ.)
2. το μέρος του σώματος μεταξύ της βάσης του θώρακα και τών λαγόνων, όπου μπαίνει η ζώνη
αρχ.
φρ. α) «ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος τινός» — ο γιος κάποιου (ΠΔ)
β) «περιζώννυσθαι τὴν ὀσφύν» — το να ζώνεται κανείς τον ζωστήρα και να βρίσκεται σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύς, που απαντά και σε άλλες ονομασίες μελών του σώματος (πρβλ. ιξύς, νηδύς). Οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. της λ. ὀστοῦν και β' συνθετικό το θ. φῦ- του ἔφυν ή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος σφυδῶν
ἰσχυρός προσκρούουν σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες. Εξίσου απίθανη φαίνεται και η σύνδεση της λ. με αβεστ. asču-. Το -, τέλος, του τ. είναι πιθ. προθεματικό φωνήεν].