1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατάβ) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ' επίδραση του ιταλ. urlare].