οἰσυπηρός

English (LSJ)

ά, όν, with the grease in it, ἔρια οἰ. Ar. Ach.1177, Dsc.2.74, cf. Archig. ap. Orib.44.26.11: sg., ἔριον οἰ. Gal. 10.965.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui suinte, graisseux en parl. de la laine des animaux.
Étymologie: οἰσύπη.

Russian (Dvoretsky)

οἰσῠπηρός: жирный, т. е. непромытый (ἔρια Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσῠπηρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων οἰσύπην ἢ λιπώδη ῥύπον, ῥυπώδης, «λιγδερός», «οἰσυπηρὰ ἔρια, τὰ μετέχοντα τῆς οἰσύπης, ἢ τοῦ οἰσύπου, ἑκατέρως γὰρ λέγεται» Ἐρωτιαν. σ. 282, ἐν λ. οἰσύπη αἰγός, Λατ. lana succida ἢ sordida, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1177, Διοσκ. 2. 84· ἴδε ἐν λέξ. οἰσύπη.

Greek Monolingual

οἰσυπηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπηρός, τολμηρός].

Greek Monotonic

οἰσῠπηρός: -ά, -όν, αυτός που περιέχει λίπος, λιπαρός, λιγδιάρης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

οἰσῠπηρός, ή, όν [from οἰσῠ́πη]
with the grease in it, greasy, Ar.