οισύπη

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ)
λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. σύπη (πρβλ. οισπώτη)].