πέμπελος
English (LSJ)
πέμπελον, aged, Lyc.682, 826, Gal.6.380, Choerob. in Theod. 1.357 H. (alternatively expld. as = στωμύλος, λάλος by Hsch.).
German (Pape)
[Seite 553] dichterisches Beiwort sehr alter Leute, Lycophr. 125, πέμπελος χρόνῳ, u. a. Sp., entweder reif, mürb, wie πέπων mit πέπτω zusammenhangend, oder nach den Alten von πέμπεσθαι εἰς ᾅδο υ, weil sie dem Tode nahe sind; Schneider erkl. es = mürrisch u. vergleicht δυσπέμφελος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
décrépit.
Étymologie: DELG pas d'explication.
Russian (Dvoretsky)
πέμπελος: старческий, дряхлый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πέμπελος: -ον, λέξις ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ σφόδρα γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πέμπελος, -ον, ΜΑ
γηραλέος, υπέργηρος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον
στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: old, old man (Lyc. 682, 826). Glossed by Gal. 6, 380 παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς ῝Αιδου πομπήν, id. in Sauidas. Hsch. gives στωμύλον, λάλον, οἱ δε λίαν γηραλέον.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Galen's explanation is a popular etymology. Unknown. A. Blanc RPh. 72 (1998) 134 proposes a reduplicated *πελ-πελ- > πέμπελος from the root seen in πελιδνός, πελιός (also HS 110 (1997) 233f.)