πήζω
Greek Monolingual
Ν
1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα»)
2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα»)
3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η αίθουσα από φοιτηταριό»)
β) βαριέμαι, μπουχτίζω («έπηξα από την πολλή δουλειά»)
4. φρ. «έχει πήξει το μυαλό του» — έχει αποκτήσει φρόνηση, σύνεση
β) «πήζει το αίμα μου» — παγώνω από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπηξα, αόρ. του πήσσω μτγν. τ. του πήγνυμι κατά το σχήμα: έκραξα-κράζω.