παγετώνας

Greek Monolingual

και παγώνας, ο
1. μεγάλη έκταση πάγου
2. γεωλ. μεγάλη μάζα αιώνιου πάγου με σημαντικό πάχος, η οποία σχηματίζεται από την ανακρυστάλλωση του χιονιού και κινείται προς τα εμπρός υπό την επίδραση του βάρους σε περιοχές όπου η χιονόπτωση του χειμώνα υπερτερεί της τήξης του καλοκαιριού, συνθήκες που σήμερα επικρατούν μόνον στις πολικές και στις υψηλές ορεινές περιοχές
3. φρ. α) «ηπειρωτικοί παγετώνες» — οι μεγαλύτεροι παγετώνες, οι οποίοι καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις και σε πολλές περιπτώσεις έχουν τόσο μεγάλο πάχος ώστε ενταφιάζουν ολόκληρες οροσειρές εκτός από τις υψηλότερες κορυφές τους, όπως λ.χ. στην Ανταρκτική και στη Γροιλανδία, αλλ. παγετωνικά καλύμματα
β) «ορεινοί παγετώνες» ή «παγετώνες κοιλάδων» ή «αλπικοί παγετώνες» — ρεύματα πάγου που κινούνται προς τα κατάντη ορεινών κοιλάδων, συνήθως με τη μορφή στενών ταινιών, όπως λ.χ. στις Αλπεις, στα Βραχώδη Όρη, στα Ιμαλάϊα και άλλες ψηλές οροσειρές
γ) «παγετώνες υπωρειών» — ενδιάμεσος τύπος παγετώνων μεταξύ τών ηπειρωτικών και τών ορεινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγετός / πάγος + επίθημα -ώνας (πρβλ. κοιτώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Θ. Αφεντούλη].