παιγνία
English (LSJ)
Ion. παιγνίη, ἡ,
A play, sport, game, Hdt.1.94, 2.173, LXX Jd.16.27, Phld.Rh.2.50 S.
II = ἑορτή, Ar.Lys.700.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Spiel, Scherz, Spott, Her. 1, 94. 2, 173 u. Sp. – Auch = Fest, τῇ 'κάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν, Ar. Lys. 700.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιγνία -ας, ἡ, Ion. παιγνίη [παίζω] spelletje. feest.
Russian (Dvoretsky)
παιγνία: v.l. παιγνιά, ион. παιγνίη ἡ
1 игра, забава: ἐς παιγνίην τὸ μέρος ἑωυτὸν ἀνιέναι Her. посвящать часть своего времени забаве;
2 празднество: θἠκάτῃ (= τῇ Ἑκάτῃ) παιγνίαν ποιεῖν Arph. устраивать празднество в честь Гекаты.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνία: Ἰων. -ίη, ἡ, παιδιά, παιγνίδιον, Ἡρόδ. 1, 94., 2. 173· πρβλ. παιδιά. ΙΙ. = ἑορτή, Ἀριστοφ. Λυσ. 700, Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 55.
Greek Monolingual
παιγνία, ιων. τ. παιγνίη, ἡ (Α) παίγνιον
1. το παιχνίδι, η παιδιά
2. η εορτή («ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν... τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ' ἐκ τῶν γειτόνων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
παιγνία: ἡ, Ιων. -ίη, ἡ (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, παιδιά, σε Ηρόδ.