παιδοποιία

English (LSJ)

ἡ,
A procreation of children, Pl.R.423e, Ocell.4.4, Porph.Marc.1, etc.: in plural, Pl.Smp. 192b.
II adoption, νομοθέτης ἐγένετο Φιλόλαος περὶ τῆς π. Arist.Pol. 1274b3, cf. Ptol.Tetr.174.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοποιία: ἡ, τὸ παιδοποιεῖν, Πλάτ. Πολ. 423Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 459Α, Συμπ. 192Α· - οἱ παλαιοὶ νομοθέται ἐπειράθησαν νὰ ὁρίσωσι νόμους περὶ τῆς παιδοποιίας, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 10.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παιδοποιία) παιδοποιός
η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία
αρχ.
υιοθεσία.

Greek Monotonic

παιδοποιία: ἡ, τεκνοποίηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παιδοποιία, ἡ,
procreation of children, Plat. [from παιδοποιός

English (Woodhouse)

procreation