παλινδρομία
English (LSJ)
Ion. παλινδρομίη, ἡ, running back, going backwards, AP6.307 (Phan.), Iamb. in Nic.p.76P.; τοῦ ἡλίου D.L. 7.152; τῆς φύσιος ἡ π. restoration, Aret.CD1.3; striking inwards, of an abscess or eruption, Hp.Prorrh.2.7: in plural, relapses, Id.Epid.4.42.
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, das Zurücklaufen, die Rückkehr, Hippocr. u. Folgde; Mel. 81 (V, 172), wie Phani. (VI, 307).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
course en sens inverse :
1 mouvement rétrograde;
2 résorption d'un abcès.
Étymologie: παλίνδρομος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλινδρομία -ας, ἡ, Ion. παλινδρομίη [παλίνδρομος] terugkeer. geneesk. naar binnen slaan (van een ontsteking); terugkeer, recidive (van een ziekte).
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινδρομία: ἡ обратное движение, обратный путь, возвращение Diog. L., Anth.
Greek Monolingual
η (Α παλινδρομία, ιων. τ. παλινδρομίη) παλίνδρομος
νεοελλ.
η παλινδρόμηση
αρχ.
1. το να τρέχει κάτι προς τα πίσω, η υποστροφή
2. (για απόστημα ή εξάνθημα) το να υποχωρεί κάτι χωρίς να ωριμάσει
3. στον πληθ. αἱ παλινδρομίαι
υποτροπές νόσων.
Greek Monotonic
πᾰλινδρομία: ἡ, τρέξιμο προς τα πίσω ή σε ανάποδη πορεία, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὀπίσω, ὑποστροφή, Ἀνθ. Π. 6. 307· τοῦ ἡλίου Διογ. Λ. 7. 152· τὸ ὀπισθοχωρεῖν ἢ πρὸς τὰ ἔσω χωρεῖν ἄνευ ὡριμάσεως, ἐπὶ ἀποστήματος ἢ ἐξανθήματος, Ἱππ. Προρρ. 91. Ὡσαύτως παλινδρόμησις, εως, ἡ, Εὐστ. 244. 28.