Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἀπόδοσις, ἀνακομιδή, ἐπαναχώρησις, νόστος, κατήλυσις, ἀποκομιδή, ἀποκατάστασις, ἀνάκαμψις, ἀνάζευξις, δίαυλος, ἄνοδος, ἀνθυποχώρησις, παλινδρομία, ἀπόπλοος, ἀπόπλους, ἄφοδος, ἄποδος, ἀναστροφή, ἐπάνοδος, κάθοδος, κάτοδος, καταγωγή, τέλος, κατάπλοος