πανθυμαδόν

English (LSJ)

Adv. most heartily, Od.18.33.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmütig, Ios.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait en colère, avec fureur.
Étymologie: πᾶν, θυμός, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανθυμαδόν [πᾶς, θυμός] adv., hartgrondig.

Russian (Dvoretsky)

πανθῡμᾰδόν: adv. весьма сердито, крайне злобно (ὀκριᾶσθαι Hom.).

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων
αρχ.
ολόψυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θυμός + επιρρμ. κατάλ. -αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πάνθυμος (πρβλ. ομοθυμαδόν)].

Greek (Liddell-Scott)

πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.

Middle Liddell

θυμός
in high wrath, Od.